σχιστόλιθος

σχιστόλιθος
Ημιορεινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 250), στην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σιδηροκάστρου.
* * *
ο, Ν
1. συν. στον πληθ. οι σχιστόλιθοι
(πετρογρ.) κρυσταλλικά πετρώματα που παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονα ανεπτυγμένη σχιστότητα, δηλαδή τάση αποχωρισμού σε φυλλάρια
2. φρ. α) «ταλκικός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) σχιστόλιθος που περιέχει άφθονο τάλκη και έχει λιπαρή υφή, καλά ανεπτυγμένη σχιστότητα και γκριζοπράσινο χρώμα
β) «μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) σχιστόλιθος που περιέχει, συνήθως, μοσχοβίτη, αντιπροσωπεύει σχετικά υψηλό βαθμό μεταμόρφωσης, είναι χονδροκοκκώδης και παρουσιάζει και μεμονωμένες φολίδες μαρμαρυγία
γ) «αργιλικοί σχιστόλιθοι»
(πετρογρ.) ιζηματογενή πετρώματα που απαντούν στη φύση και, γενικά, ταξινομούνται σε κλαστικά, χημικά ή οργανικά, ανάλογα με τον κύριο τύπο προέλευσής τους
δ) «πετρελαϊκός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) βλ. πετρελαϊκός
ε) «πλακώδης σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) λεπτόκοκκο, αργιλώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα που αποχωρίζεται εύκολα σε λεπτές πλάκες, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλη αντοχή στον εφελκυσμό, καθώς και ανθεκτικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχιστόλιθος — ο είδος πετρώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεγαστικός σχιστόλιθος — Αργιλικό σκούρο στο χρώμα, εξαιτίας της παρουσίας σ’ αυτό κυρίως άνθρακα. Το πέτρωμα αυτό διαχωρίζεται εύκολα σε πλάκες πάχους λίγων εκατοστών και χρησιμοποιείται στη δοκιμή για εξωτερικές επενδύσεις σε σκάλες ή και σε στέγες. Στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • σειρικιτικός — ή, ό, Ν φρ. «σειρικιτικός σχιστόλιθος» (πετρογρ.) σχιστόλιθος στη σύσταση τού οποίου συμμετέχει σε μεγάλη αναλογία το ορυκτό σειρικίτης …   Dictionary of Greek

  • στεγαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ἡ αναφέρεται στη στέγαση (α. «στεγαστικός σχιστόλιθος» σχιστόλιθος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στέγης β. «στεγαστικό δάνειο» δάνειο που χορηγείται για την απόκτηση στέγης, για την αγορά κατοικίας) 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

  • σχιστόλιθοι — Κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, που έχουν προέλθει από τη μεταμόρφωση άλλων πετρωμάτων, είτε εκρηξιγενών (ορθο σχιστόλιθοι), είτε ιζηματογενών (παρασχιστόλιθοι). Κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σ. είναι η σχιστότητα, η παράλληλη δηλαδή διάταξη… …   Dictionary of Greek

  • Sidirokastro — Stadtgemeinde Sidirokastro Δήμος Σιδηροκάστρου (Σιδηρόκαστρο) (1946–2010) …   Deutsch Wikipedia

  • αμπελίτης — ο (Πετρογρ.) μαύρος αργιλικός σχιστόλιθος, πλούσιος σε ανθρακούχες ουσίες. Περιέχει συχνά σιδηροπυρίτη, ο οποίος εξαλλοιώνεται σε θειικό σίδηρο. Είναι ιζήματα που αποτέθηκαν σε βυθούς θαλασσών με περιορισμένη οξείδωση τής οργανικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”